ναρκοληψία

ναρκοληψία
Ειδική παθολογική κατάσταση που συνίσταται σε ξαφνικά επεισόδια ακατανίκητης τάσης προς ύπνο σε άτομα που βρίσκονται σε πλήρη δραστηριότητα. Ο ύπνος αυτός παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του φυσιολογικού ύπνου και επέρχεται κατά παροξυσμούς ποικίλης διάρκειας σε οποιαδήποτε στιγμή του 24ώρου. Η ν. μπορεί να είναι ιδιοπαθής, συνηθέστερα όμως είναι δευτεροπαθής και αποτελεί εκδήλωση παθολογικών διεργασιών, όπως οι όγκοι του εγκεφάλου, οι εγκεφαλίτιδες, η επιληψία, οι βλάβες του συστήματος διεγκέφαλος – υπόφυση. Θεραπευτικά χρησιμοποιείται η εφεδρίνη, που έχει εξέχουσα αντιναρκοληπτική δράση, ή τα παράγωγα της.
* * *
η
ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής καταλαμβάνεται περιοδικώς από ακατανίκητη τάση για ύπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. narcolepsie < narco- (< νάρκη) + -lepsie (< -ληψία < -λήπτης < λαμβάνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”